- υπερατομικό
- kişisel olmayan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
Μπάουχαους — (Bauhaus, από τις γερμανικές λέξεις Bau = κατασκευή και Haus = κατοικία). Έτσι ονομαζόταν η κρατική σχολή της αρχιτεκτονικής της Βαϊμάρης, το κτίριο της οποίας είχε σχεδιάσει το 1905 ο Χένρι βαν ντε Βέλντε, ο οποίος αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνσή… … Dictionary of Greek